σκύμνου

σκύμνου
σκύμνος
cub. whelp
masc/fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σκύμνου — Σκύμνος cub. whelp masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δυσελένα — Δυσελένα, η (Α) η Ελένη που προκάλεσε δυστυχία («Λήδας σκύμνου δυσελένας», Ευρ.) …   Dictionary of Greek

  • Πακτύη — Πόλη της θρακικής χερσονήσου, στο εσωτερικό της Προποντίδας. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Σκύμνου, ιδρύθηκε από τον Αθηναίο Μιλτιάδη. Ο τελευταίος, ως ηγεμόνας της περιοχής, έχτισε το 560 π.Χ. το ισχυρό τείχος, που άρχιζε από την Π. και έφτανε μέχρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”